αλλοτρίωση

αλλοτρίωση
η
αποξένωση, υποταγή στα καθιερωμένα και έλλειψη προβληματισμού: Πολλοί άνθρωποι σήμερα βρίσκονται σε κατάσταση αλλοτρίωσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… …   Dictionary of Greek

  • ἀλλοτριώσῃ — ἀλλοτριώσηι , ἀλλοτρίωσις estrangement fem dat sg (epic) ἀλλοτριάζω to be ill disposed fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀλλοτριόω estrange from aor subj mid 2nd sg ἀλλοτριόω estrange from aor subj act 3rd sg ἀλλοτριόω estrange from fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρξ, Καρλ — (Heinrich Karl Marx, Τριρ 1818 – Λονδίνο 1883). Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε συνιδρυτής, με τον Φρίντριχ Ένγκελς, του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σπούδασε νομική, ιστορία …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριώσιμος — η, ο [αλλοτρίωση] αυτός που μπορεί να μεταβιβαστεί στην κυριότητα άλλου ή να εκποιηθεί …   Dictionary of Greek

  • αναλλοτρίωτος — η, ο 1. αυτός που δεν αλλοτριώθηκε ή δεν επιδέχεται αλλοτρίωση 2. ο αναπαλλοτρίωτος* 3. μτφ. αυτός που δεν μεταβάλλεται στη φύση του «αναλλοτρίωτη συνείδηση», «αναλλοτρίωτο άτομο». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αλλοτριώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 …   Dictionary of Greek

  • προσαλλοτρίωσις — ώσεως, ἡ, Α [προσαλλοτριοῡμαι] 1. αποξένωση, αλλοτρίωση 2. απαλλοτρίωση …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”